- ὡρονομεῖον
- ὡρονομ-εῖον or [suff] ὡρονομ-νόμιον, τό,A = ὡρολόγιον, Alex.Aphr.Pr.1.95, Hld. 9.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωρονομείον — τὸ, Α [ὡρονόμος] ωρολόγιο … Dictionary of Greek
ωρονόμιο — το / ὡρονόμιον, ΝΜΑ [ὡρονόμος] νεοελλ. μσν. (στο Βυζ.) σύστημα οπτικής τηλεπικοινωνίας με πυρσούς αρχ. ὡρονομεῑον* … Dictionary of Greek